Στην ελληνική έννομη πραγματικότητα έχει προστεθεί μια νέα εναλλακτική οδός απονομής δικαιοσύνης, η Διαμεσολάβηση. Ο θεσμός της Διαμεσολάβησης ισχύει αρκετά χρόνια στη χώρα μας ενώ σε χώρες του εξωτερικού αποτελεί αναπόσπαστη πραγματικότητα της έννομης τάξης τους. Στην Ελλάδα ο νέος νόμος 4640/2019 ρυθμίζει το θεσμό με πρωτοποριακό τρόπο για αστικές και εμπορικές υποθέσεις ενώ δημιουργεί δυνατότητες εφαρμογής της Διαμεσολάβησης σε μεγάλο εύρος υποθέσεων και διαφορών.
Ως Διαμεσολάβηση ορίζεται μια σύμφωνη με το νόμους, άτυπη, εθελοντική και εμπιστευτική διαδικασία, στην οποία συμμετέχουν τα μέρη που έχουν μια διαφορά, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι τους και ένα τρίτο, ουδέτερο άτομο, ο Διαμεσολαβητής. Σκοπός της διαδικασίας είναι η επίλυση της διαφοράς των εμπλεκόμενων μερών και η επίτευξη συμφωνίας, η οποία να ικανοποιεί τα συμφέροντα και των δύο πλευρών.
Η Διαμεσολάβηση προσφέρει πολλά οφέλη σε όσους την επιλέγουν:
Ο Διαμεσολαβητής :
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος:
Παρά το γεγονός ότι η Διαμεσολάβηση είναι μια άτυπη διαδικασία, με την έννοια ότι ο τρόπος διεξαγωγής της διαφέρει κατά περίπτωση, ένα σύνηθες μοντέλο είναι το ακόλουθο και εξελίσσεται σε τρία επίπεδα:
Στο πρώτο επίπεδο λαμβάνει χώρα μία πρώτη-υποχρεωτική ή και προαιρετική- κοινή συνάντηση των εμπλεκόμενων μερών, τα οποία συνοδεύονται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, με τον Διαμεσολαβητή. Ο στόχος της συγκεκριμένης κοινής συνεδρίας είναι να υπογραμμιστεί τόσο το απόρρητο όσο και η εμπιστευτικότητα, που απορρέει από αυτό, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, να περιγραφούν οι όροι και οι γενικές αρχές που διέπουν τη διαδικασία και να δοθούν εξηγήσεις σχετικά με το ρόλο του Διαμεσολαβητή.
Στο δεύτερο επίπεδο διεξάγονται επόμενες κοινές συναντήσεις ή και ιδιωτικές συνεδρίες μεταξύ του Διαμεσολαβητή και του κάθε μέρους χωριστά. Οι ιδιωτικές συνεδρίες έχουν ως στόχο να επιτρέψουν σε κάθε μέρος να εκφράσει τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τη διαφορά και να μοιραστεί μέσα σε ασφαλές περιβάλλον, τους προβληματισμούς και τα συναισθήματά του. Επιπλέον, με τη βοήθεια του Διαμεσολαβητή, τα μέρη αντιλαμβάνονται και διατυπώνουν τα δυνατά και τα αδύνατά τους σημεία, σε σχέση με τη διαφορά, ενώ παράλληλα αναζητούν λύσεις που να εξυπηρετούν τα συμφέροντα και τις ανάγκες τους.
Στο τρίτο επίπεδο ολοκληρώνεται συνήθως ακόμη μια κοινή συνάντηση των εμπλεκόμενων μερών, η οποία καταλήγει στην υπογραφή της συμφωνίας. Σε αυτό το στάδιο αναφέρονται αναλυτικά, προκειμένου να επιβεβαιωθούν από τα δύο μέρη, τα σημεία στα οποία συμφωνούν και οι δύο πλευρές. Στη συνέχεια οι δικηγόροι καλούνται να καταγράψουν τους όρους της συμφωνίας.
Πλέον σε συγκεκριμένες υποθέσεις ο νέος νόμος ορίζει την υποχρεωτικότητα προσφυγής σε Διαμεσολάβηση πριν τα μέρη καταφύγουν στη δικαιοσύνη. Μία Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία θα διεξαχθεί μεταξύ των μερών, των Δικηγόρων τους και του Διαμεσολαβητή που έχουν επιλέξει, όπου και αποφασίζεται αν τα μέρη θα προσφύγουν τελικά στα δικαστήρια ή θα συνεχίσουν με Διαμεσολάβηση. Αν αποφασίσουν να λύσουν τη διαφορά τους με Διαμεσολάβηση, ορίζεται νέα συνάντηση σε σύντομο χρονικό διάστημα. Σε περίπτωση που η έκβαση της Διαμεσολάβησης είναι επιτυχής, το πρακτικό επιτυχίας μπορεί να κατατεθεί στη γραμματεία του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο για την επίλυση της διαφοράς και θα αποτελέσει εκτελεστό τίτλο.
Σε ποιους τομείς εφαρμόζεται η Διαμεσολάβηση;
Η συμβίωση πολλών διαφορετικών ατόμων και ομάδων, μέσα στα πλαίσια που ορίζονται από ένα Δήμο, είναι αναντίρρητα πηγή συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων. Ο θεσμός της Διαμεσολάβησης εξασφαλίζει τη διατήρηση αρμονικών σχέσεων και την επίλυση :
Μέσω του θεσμού της Διαμεσολάβησης επιλύονται προσωπικά και οικονομικά θέματα που αφορούν:
Η Διαμεσολάβηση, ως ταχύτερη διαδικασία, ενδείκνυται στο χώρο εργασίας για την επίλυση αντιπαραθέσεων, οι οποίες αφορούν τους εργοδότες, τους εργαζόμενους, τους μετόχους, τους συνέταιρους, τους συνεργάτες, τα σωματεία, τους προμηθευτές και τους πελάτες μιας επιχείρησης:
Στη Σχολική Διαμεσολάβηση είναι οι μαθητές που «διαμεσολαβούν», αφού έχουν προηγουμένως εκπαιδευτεί από καθηγητές που κατέχουν τη γνώση του συγκεκριμένου αντικειμένου, για την επίλυση αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων. Η Σχολική Διαμεσολάβηση έχει αποδειχτεί πολύτιμη για τη διαχείριση της σχολικής βίας.
Στην ηλεκτρονική διαμεσολάβηση αξιοποιείται οποιαδήποτε μορφή ηλεκτρονικής επικοινωνίας (τηλέφωνο, διαδίκτυο κ.α.) για την επίλυση διαφορών ενώ παράλληλα, με την εκμηδένιση της απόστασης, εξοικονομείται χρόνος και χρήματα.
Αναμφίβολα, δεν λύνονται όλες οι διαφορές με τη Διαμεσολάβηση ενώ παράλληλα με τη συγκεκριμένη διαδικασία μπορεί να διεξάγονται και δικαστικές ενέργειες. Επίσης, η διαδικασία δεν καταλήγει πάντα σε συμφωνία μεταξύ των μερών αλλά είναι πολύ πιθανόν να καλλιεργήσει το σπόρο της επικοινωνίας για μια μελλοντική διαπραγμάτευση ή συνεργασία.